ῥύπος

ῥύπος
ῥύπος, ου, ὁ (Hom. et al.; LXX) prim. ‘a filthy substance, dirt’
dirt as refuse differentiated from soil, dirt (Hom. et al.) σαρκὸς ἀπόθεσις ῥύπου removing of dirt from the body 1 Pt 3:21 (on the gen. s. W-S. §30, 12f; on the topic cp. FSokolowski, Lois sacrées des cités grecques, Suppl. ’62, no. 108, 4–7).
fig. ext. of 1 (M. Ant. 7, 47 ὁ ῥύπος τοῦ χαμαὶ βίου; Is 4:4), in an ethical sense uncleanness καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου 1 Cl 17:4 (Job 14:4; the Job pass. also in Philo, Mut. Nom. 48). W. ἀμαρτίαι B 11:11.
a dark viscous juice, juice (for ῥ. in the sense of an effluent, e.g. ear-wax, s. Aristot., Fgm. 289 p. 226, 1 Rose; Artem. 1, 24; PGM 36, 332) ῥ. ὑσσώπου dark juice of the hyssop perh. in the sense ‘foul juice of the hyssop’ B 8:6 (but JKleist, transl. ’48, p. 175 note 97, refers it to the mixture of water and heifer’s ashes sprinkled by means of hyssop).—DELG. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥύπος — dirt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύπος — (I) ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α 1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.) 2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος …   Dictionary of Greek

  • ρύπος — ο 1. βρόμα, λέρα. 2. ηθικό στίγμα, όνειδος: Ήθελε να ξεπλύνει από πάνω του το ρύπο του καταδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥύποι — ῥύπος dirt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύπους — ῥύπος dirt masc acc pl ῥυπόω to be filthy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • χαλαίρυπος — ὁ, Α 1. νερό με ξέπλυμα από μπουγάδα 2. θολό και βρόμικο νερό 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + ῥύπος] …   Dictionary of Greek

  • sreup- —     sreup     English meaning: scabby, dirt     Deutsche Übersetzung: ‘schorfiger Schmutz am Körper”     Material: Gk. ῥύπος m. ‘smut, Unreinlichkeit”, ῥυπόω, ῥυπαίνω ‘sully”, ῥυπαρός “dirty, filthy”, ῥυπάω “bin dirty, filthy”, ῥύπος n. “wheys”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • струп — род. п. а, струпеть покрываться струпьями , укр. струп, др. русск. струпъ рана, труп, грех , ст. слав. строупъ τραῦμα (Остром., Зогр., Ассем., Супр.; см. Брандт, РФВ 24, 184), болг. струп струп , сербохорв. стру̑п парша , словен. strȗр яд , чеш …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”